ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΑΣ

Από το παρόν φύλλο και εφόσον υπάρχει η δυνατότητα του χώρου, θα δημοσιεύουμε παραδοσιακά παραμύθια από την Καλλιπεύκη. Τα παραμύθια γαλούχησαν γενιές και γενιές και είναι διδακτικά. Μας μεταφέρουν σε άλλους κόσμους που θα θέλαμε ίσως να ζήσουμε όχι μόνον οι μικροί αλλά και οι μεγάλοι. Και επειδή τα τελευταία χρόνια οι παππούδες παράτησαν το παραμύθι και έπιασαν την τηλεόραση, γι’ αυτό κι εμείς θα καθιερώσουμε μία στήλη με παραμύθια. Καλό είναι πάντως, οι γονείς και ιδιαίτερα οι παππούδες και οι γιαγιάδες να ξαναπιάσουν τα παραμύθια και με αυτά να μεγαλώνουν τα εγγόνια τους. Και μέσα από αυτά, να μιλήσουν στα παιδιά για ήρωες ανθρώπους και όχι για ήρωες της κατευθυνόμενης και αηδιαστικής τηλεόρασης.

 

Ο Γυφτος με τη φτέρη.

 

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας Γύφτος που δεν είχε δουλειά. Πήγε τότε σ’ έναν τσοπάνο και ζήτησε δουλειά κι αυτός τον πήρε στη δούλεψή του.

– Θα σι πάρου, είπε ο τσοπάνος στο Γύφτο, αλλά θ’ ακούς ό,τι θα σι λέου. Θα μι βουηθάς κι θα μαζέβς ξύλα ν’ ανάβουμι φουτιά, γιατί του βράδ’ κάν’ κρύου.

– Σύμφωνος, είπε ο Γύφτος. Θα κάνω ό,τι μου λες.

Μια μέρα, στο τέλος του φθινοπώρου, έκανε κρύο και ο τσοπάνος είπε στο Γύφτο να μαζέψει νωρίς νωρίς ξύλα, για ν’ ανάψουν φωτιά. Ο γύφτος, που ήταν τεμπέλης, αντί να μαζέψει προσανάμματα και ξύλα χοντρά, μάζεψε μπόλικη ξερή φτέρη. Και σαν ήρθε η ώρα για ν’ ανάψουν φωτιά και ο τσοπάνος τον ρώτησε πού είναι τα ξύλα, αυτός του έδειξε το σωρό με τη φτέρη. Τότε θύμωσε και του είπε ότι θα ανάψουν ο καθένας χωριστή φωτιά για να ζεσταθούν. Γι’ αυτό και πήγε να μαζέψει ξύλα για τη δική του φωτιά.

Όταν σιγούρεψαν το κοπάδι, άναψε ο καθένας τη δική του φωτιά. Του τσοπάνου η φωτιά αργούσε ν’ ανάψει, καθώς τα ξύλα ήταν χοντρά, ενώ του Γύφτου άναψε γρήγορα για τα καλά και η φλόγα έφτανε ως απάνω. Βλέποντας ο Γύφτος τη δική του φωτιά με τη μεγάλη φλόγα, χοροπηδούσε γύρω απ’ αυτή και κορόιδευε τη φωτιά του τσοπάνου.

– Εγώ φωτιά, εσύ κωλοφωτιά, εγώ φωτιά, εσύ κωλοφωτιά…

Ο τσοπάνος χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του και ήταν σα να έλεγε: «Χοροπήδα εσύ τώρα. Στο τέλος να δούμε ποιος θα γελάει!».

Σε λίγο η φωτιά του τσοπάνου άναψε για τα καλά, και έριξε και άλλα χοντρά ξύλα για να κάνει κάρβουνα. Του Γύφτου, από την άλλη, όσο πήγαινε και μίκραινε, ώσπου κάηκε όλη η φτέρη και η φωτιά έσβησε. Ο Γύφτος άρχισε να τρέμει από το κρύο και χτυπούσε τα δόντια. Όμως, δεν τολμούσε να πάει να ζεσταθεί στη φωτιά του τσοπάνου επειδή είχε «λερωμένη τη φωλιά του».

Ο τσοπάνος, ευχαριστημένος από το πάθημα του Γύφτου, τυλίχτηκε με την κάπα, ξάπλωσε δίπλα στη φωτιά, έχοντας μαζί του και την γκλίτσα και έκανε πως κοιμόταν. Ο Γύφτος, που έτρεμε από το κρύο, πλησίασε σιγά σιγά στη φωτιά, για να ζεσταθεί. Σε λίγο άκουσε τον τσοπάνο να χουιάζει: «Τσαπ, τσαπ παλιό(γ)ιδα, φέγα απού δω ψουρόιδου», ενώ συγχρόνως έπιασε την γκλίτσα και έδωσε ένα χτύπημα.

– Μη χτυπάς μπρε αφεντικό. Δεν είναι η γίδα, εγώ είμαι μπρε, είπε ο Γύφτος.

– Τσαπ, τσαπ! φώναξε πάλι ο τσοπάνος και ξαναχτύπησε το Γύφτο.

– Αμάν, μπρε αφεντικό, εγώ είμαι, δεν είναι η γίδα, ξανάπε.

Κατάλαβε τότε ότι τον χτυπούσε επίτηδες, για να μην πάει στη φωτιά, γι’ αυτό πήγε λίγο παράμερα μήπως και κοιμηθεί ο τσοπάνος. Δυστυχώς, όμως, όταν ξαναπλησίασε στη φωτιά, επαναλήφθηκαν τα ίδια. Τότε αναγκάστηκε να βρει αλλού καταφύγιο για να περάσει την κρύα αυτή βραδιά. Έψαξε εκεί κοντά και  βρήκε μια μικρή σπηλιά κάτω από μια πέτρα. Εκεί πήγε να περάσει τη νύχτα. Μέσα, όμως, στη μικρή αυτή σπηλιά, βρήκε και άλλο συγκάτοικο. Ήταν η σκύλα που είχε γεννήσει πριν από λίγες μέρες. Πολύ ενοχλήθηκε το ζώο από την παρουσία του Γύφτου και άρχισε να γρυλίζει: «γρρρ…γρρρ…». Ο Γύφτος, βλέποντας πως το ζώο έχει άγριες διαθέσεις, προσπάθησε να το καθησυχάσει.

– Σώπα, σκυλίτσα μου, χωράει κι εμένα, χωράει κι εσένα, χωράει και τα σκυλάκια σου. Σώπα, σκυλίτσα μου, χωράει κι εμένα, χωράει κι εσένα, χωράει και τα κουτάβια σου.

Βλέποντας ο Γύφτος τα πράγματα να αγριεύουν, εγκατέλειψε τη μικρή σπηλιά και πήγε αλλού για να βρει κατάλυμα. Έψαξε πάλι εκεί κοντά και βρήκε ένα κουφαλιασμένο δέντρο. Χώθηκε λοιπόν στην κουφάλα του και προσπάθησε να ζεστάνει το κρύο κορμί του. Ο τσοπάνος, όμως, που τον παρακολουθούσε, πήρε το φτσέλι1 με το νερό και ανέβηκε πάνω στο δέντρο. Η κουφάλα έφτανε ως επάνω. Από εκεί άρχισε να βρέχει το Γύφτο. Το νερό έπεφτε «γκουργκουρίζοντας» και τον πάγωνε. Εκείνος, νομίζοντας πως ήταν βροχή, απορούσε. Πώς ήταν δυνατόν να γίνεται αυτό αφού ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και το ολόγιομο φεγγάρι έφεγγε σαν ημέρα! Τουρτουρίζοντας τώρα ακόμα πιο πολύ από το κρύο και από τη «βροχή» μονολογούσε. «Άααχ, άααχ, φεγγάρι σαν αλώνι, άστριο σαν δαμάλι, τι έχει και γκουργκουρίζει! Άααχ, άααχ, φεγγάρι σαν αλώνι, άστριο σαν δαμάλι, τι έχει και γκουργκουρίζει!». Επειδή, όμως, η «βροχή» συνεχιζόταν, αναγκάστηκε να βγει από την κουφάλα του δέντρου και να πάρει το δρόμο για τα γύφτικα τσαντίρια. Από τότε κανένας Γύφτος δεν ξαναπήγε να γίνει τσοπάνος. Από τότε έμεινε και ο μύθος που λέει: «Έπαθε σαν το γύφτο με τη φτέρη».

 

  1. φτσέλι = κυλινδρικό βαρελάκι μέσα στο οποίο οι τσοπάνοι βάζουν νερό.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ