ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΜΑΣΟΥΡΑ

Με τη συμπλήρωση ενός έτους από το θάνατό του

 

Ποιος ήταν ο Θωμάς Μασούρας; Ήταν το τρίτο παιδί του Δημη­τρίου Μασούρα (Γιαννακού) και της Βαγγέλης Γκουγκουλιά.

Αρκετά παιδιά που είμαστε από 49 μέχρι 55 ετών περίπου, φοιτήσαμε στο γυμνάσιο των Γόννων μαζί με το Θωμά στη δεκαετία του ’70. Είναι αλή­θεια ότι όλοι μας τη βγάζαμε «σπαρτιάτικα» εκείνα τα χρό­νια. Το ίδιο και ο μακαρίτης. Παρόλα αυτά, αυτός ξεχώριζε για το χιούμορ του και για τις πολλές πλάκες που σκάρωνε σε όλους μας. Μας έκανε και γελούσαμε και αποκτήσαμε ό­λοι μας αδερφικές σχέσεις. Ήταν πολύ φιλότιμος. Και δυο δραχμές να είχε, τις μοίραζε με τους φίλους του.

Αν κάτι θυμόμαστε από ε­κείνα τα ταλαίπωρα, αλλά αξέ­χαστα χρόνια, είναι οι αδελφι­κές φιλίες που σμιλέψαμε με­ταξύ μας.

Φιλίες που διατηρούμε ως σήμερα και αυτό μας κάνει ευ­τυχισμένους. Ήταν κοινωνικό άτομο και θα μας μείνει αξέχα­στος από το καρναβάλι του 1980 στο οποίο συμμετείχε.

Ο Θωμάς μετά το γυμνάσιο πέτυχε στη Σχολή Δασοπονίας στο Τ.Ε.Ι. της Λάρισας. Μόλις απολύθηκε από το στρατό, διο­ρίστηκε στη Χίο. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του και απέκτησαν δύο κόρες. Και ξαφνικά πέρυσι, στις 14 Νοεμβρίου 2009, έπεσε νεκρός στην αυλή του σπιτιού του στη Χίο, από ανακοπή καρ­διάς, σε ηλικία 51 ετών.

Δυστυχώς, η μακρινή από­σταση και κυρίως η θάλασσα, δεν μας επέτρεψαν, όχι μόνο ε­μάς, μα και τους συγγενείς του, να παραβρεθούμε στην κηδεία του.

Ευχαριστούμε τις αδερφές του που σκέφτηκαν να γίνει το ετή­σιο μνημόσυνο εδώ στην Καλλιπεύκη. Νομίζουμε, πως ήταν το ιδα­νικότερο και για μας και για το μακαρίτη.

Εμείς, με τη σειρά μας, γράφουμε αυτά, ως πνευματικό μνημό­συνο για τον αξέχαστο φίλο μας τον Τομ. Έτσι τον αποκαλούσαμε μια και είχαμε μάθει και λίγα αγγλικά.

Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του.

001_MASOYRAS

 

Ήσουν μικρός, κοντούτσικος πήγαινες στο σχολείο

κι έψαχνες τον παππούλη σου σιμά στο καφενείο.

Είχε περίπτερο εκεί στην άκρη της πλατείας

κρυφά – κρυφά ετρύπωνες στο χώρο της μαγείας.

Μια σοκολάτα για να φας, λίγες καραμελίτσες

φορές – φορές τον «έκλεβες», σ’ άρεσαν οι τρελίτσες.

Και ο Γιωργούλης’ φώναζε παλιόπαιδο, τι κάνεις;

Μια πάρε για να φας, και μην το ξανακάνεις.

Πολλοί μαζί βρεθήκαμε στους Γόννους κάποια μέρα

γράμματα για να μάθουμε, να φύγουμε πιο πέρα…

Ανέχεια είχαμε πολλή, ανάρια τα καλάθια

το μήνα για να βγάλουμε, τρώγαμε κατακάθια2.

Μα εσύ, έκανες φάρσες πολλές – γλυκές, πολύ τις αγαπούσες

μας έκανες και γελούσαμε, αείμνηστε, γλεντούσες.

Πάνω στην κληματαριά ανέβαζες τη λεκάνη

για να τραβήξεις το σκοινί, να βρέξεις και το Γιάννη.

Πίσω απ’ το πετροντούβαρο περίμενες τον Κούσιο

για να ‘ρθει μα εσύ, σε γκάφα έπεσες, μούσκεψες το Νομάρχη3.

Κι όταν καμιά φορά, σου τύχαινε παραδάκι

τα φιλαράκια μάζευες να κάνετε κεφάκι.

Όλα τα μοίραζες εσύ, έδι­νες την ψυχή σου

για τη φιλία την αγνή, φω­λιά του παραδείσου.

Καρδιά είχες σαν τον ανθό, τους φίλους αγαπούσες

όλα τα έδινες γι’ αυτούς, για κείνους ξεψυχούσες.

Απ’ το Ντιρλί4 σκορπίσαμε στα τέσσερα σημεία

των ομματίων μας πήραμε, γεμίσαμε πτυχία.

Φαντάρους μας επήρανε, υπηρετήσαμε τη θητεία

πολίτες πάλι γινήκαμε και ψάχναμ’ εργασία.

Απ’ τις κορφές του Ολύμπου στη μυροβόλο νήσο

εμίσεψες πολύ νωρίς, μου είπες «θα σ’ αφήσω».

Εκεί εδιορίστηκες, έλαβες το χαρτί σου

και των γονιών σου την ευχή παρέλαβες μαζί σου.

Τα δάση θε να φύλαγες, την όμορφη τη φύση

ο ήλιος να τη χαιρετά, ποτέ μην έρθει δύση.

Όμως, σε μάγεψε πολύ το όμορφο νησί μας

σύντροφο διάλεξες εκεί, την κάναμ’ αδερφή μας.

Δυο κόρες αναθρέψατε, όμορφες, ζηλεμένες

σε αγαπούσανε πολύ, να ‘ναι ευλογημένες.

Μα εσύ, πολύ εβιάστηκες, ν’ αφήσεις και τη Χίο

όχι να ‘ρθεις στον τόπο σου, μα στο θρονί το θείο.

Άφησες το κορμάκι σου στο χιώτικο το χώμα

στην Καλλιπεύκη να θρηνούν δικοί σου, φίλοι, ακόμα.

Μάθαμε τ’ αναπάντεχο, κλάψαμε, εμείναμε βουβοί

 

Όμως, ένας χρόνος πέρασε Θωμά, έπρεπε να βρεθούμε

στον Αϊ-Θόδωρο εδώ, για την ψυχή σου να προσευχηθούμε.

Μνημόσυνο σε κάναμε ψηλά στην Καλλιπεύκη

εδώ που είναι ο τόπος σου, στη μυρωμένη πεύκη.

Στον τόπο που γεννήθηκες και λάτρεψ’ η ψυχή σου

που ήταν και το όνειρο σαν βγεις στη σύνταξη σου.

Η μνήμη σου έφερε πολλούς σ’ αυτή τη σύναξη μας

αδέρφια, ξαδέρφια, φίλους και γνωστούς, το έχουμε τιμή μας.

Μα, κάτω απ’ το Δεσπότη μας Χριστό, ήταν τα κόλλυβα σου

και η φωτογραφία σου άστραφτε απ’ τα χαμογελά σου.

Ήσουν πολύ χαρούμενος, έλαμπες παλικάρι,

μήπως, γιατί αντίκρισες τους φίλους σου και πάλι;

Νόμισα πως ήσουνα παρών, βρισκόσουν ανάμεσα μας

τον ανιψιό σ’ κοιτάζοντας που ήτανε κοντά μας.

Για μια στιγμή εσάστισα, δεν πίστευα στη ματιά μου

Γιάννης της Κούλας να ‘σαι συ; ετρόμαξα καρδιά μου!

Πήγα για να τρελαθώ, τραντάχτηκε η ψυχή μου

και στα καλά καθούμενα να σβησ’ η αναπνοή μου.

Τον εαυτό μου θύμωσα, του λέω έλα στα συγκαλά σου

ο φίλος σου, το χώνεψες; μίσεψε μακριά σου!

Ώρα πολλή σε κοίταζα με του ματιού την άκρη

συγχώρεσε με φίλε μου…, μου έφυγε το δάκρυ.

Στερνή φορά κοιτάζω εκεί, θωρώ το πρόσωπο σου

τι ομοιότης είν’, εσύ κι ο ανιψιός σου;

Όλα τελείωσαν καλά, σκορπίσαμε και πάλι

με αναμνήσεις άφθονες και σκεπτικό κεφάλι.

Όμως, εμείς θα σε θυμόμαστε, Τομ αγαπημένε

απ’ του Ολύμπου τις κορφές, Φίλε μας παινεμένε.

Έτσι θα σε θυμόμαστε Θωμά, φιλότιμο, γλυκό καλοσυνάτο

μάπα μου, και πάντα γελαστό.

Ω Παναγιά μου Δέσποινα, μητέρ υπεραγία

μεσίτευσε για το φίλο μας να λάβει θέση αγία.

Δίπλα στον Παντοκράτορα κι από τα δεξιά Του

Να μεσιτεύει για όλους εμάς κι τ’ ορφανά παιδιά του!

Αιωνία σου η μνήμη αξέχαστε φίλε.

 

Εκ μέρους όλων των αδελφικών – γυμνασιακών σου φίλων

ΚΑΤΣΙΟΥΛΑΣ ΖΗΣΗΣ

 

1Ήταν η Γιώργος Γκουγκουλιάς, παππούς του Θωμά.

2Η λέξη μπήκε χάριν ομοιοκαταληξίας, αλλά επίσης θέλει να δείξει ότι με πολλές στερήσεις μάθαμε πέντε γράμματα. Πολλές φορές γυρίζαμε στο σπίτι και δεν είχαμε κάτι ζεστό να φάμε και καμιά φορά ούτε ξύλο να ζεσταθούμε.

3Σε κάποια φάρσα που έκανε ο Θωμάς, αντί να βρέξει τον Κούσιο τον Τάσο, έβρεξε έναν γείτονα του στου Γόννους που περνού­σε από εκεί τυχαία. Αυτός ονομαζόταν Δεδικούσης Ιωάννης, αλλά τον φώναζαν Νομάρχη.

4Η παλιά ονομασία των Γόννων.

 

Στη μνήμη των γονέων μου, της αδερφής μου Αθηνάς Οικονόμου, το γένος Τσιακάλη, του γαμπρού μου Ιωάννη Οικονόμου, προσφέρω στην εκκλησία το ποσό των 200 δολαρίων Καναδά.

Γεώργιος Τσιακάλης του Δημητρίου (Καναδάς)

 

 

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ