ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΙΚΗΣ ΚΟΜΠΑΝΙΑΣ – Αφηγείται ο Γιάννης Κάγκουρας

ΤΑ ΧΝΕΡΙΑ (ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ) ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΙΩΤΙΚΗΣ ΚΟΜΠΑΝΙΑΣ.

 

Συνέχεια από την προηγούμενη εφημερίδα

 

Αφηγείται ο Γιάννης Κάγκουρας.

 

Ιστορία δεύτερη

Πανηγύρι σ’ ένα χωριό της Ελασσόνας. Παραμονή του πανηγυριού καταφθάνει η καλλιπευκιώτικη κομπανία. Τη δουλειά την είχε κλείσει ο κλαριντζής. Μπαίνουν στο καφενείο βρίσκουν τον καφετζή. Άντε μην σας πάρει ο διάολος? Δεν είπαμε ν’ έρθετε νωρίς να σας ακούσει ο κόσμος φωνάζει ο καφετζής. Άντε ανεβείτε να παίξετε και αρχίστε. Ο καφετζής λέει ο λαουτιέρης ήταν μοβόρος, νευρικός, μπρατσαράς. Είχε ένα μουστάκι σαν φουκάλι. Να σας φκιάσω ένα καφέ λέει η γυναίκα του. Άντε στα τσακίδια και εσύ από δω λέει ο άντρα της. Αργήσαμε άστους να παίξουν και μην τους χασομεράς και κοίτα το αρνί να μην καεί γιατί αλίμονό σου.

Πω, πω που μπλέξαμε τι είναι τούτος! Ανέβηκαν στο πατάρι και άρχισαν να κουρδίζουν το όργανα. Λίγο πριν συντονιστούν ο κόσμος άρχισε να έρχεται στο καφενείο. Ένας από αυτούς ρωτάει το Χρήστο τον καφετζή.

Τι βλέπω καινούργια όργανα φέτος; Δεν πιστεύω να είναι σαν τα περσινά;

Α, δεν την ξαναπατάω λέει ο καφετζής.

Φέτος έκλεισα κλαριντζή ανώτερο από το Βάιο το Μαλλιάρα.

Ποιόν έφερες ρωτάει ο χωρικός;

Ένα από την Καλλιπεύκη, αλλά παίζει καλύτερα από τον Βάιο το Μαλλιάρα.

Τον έχεις τον έχεις ακούσει ρωτάει ο χωρικός. Όχι.

Ανεβαίνουν οι οργανοπαίχτες στο πατάρι αρχίζουν και παίζουν. Τι να παίξουν! Άλλος χτυπούσε στο ΛΑ άλλος στο ΦΑ ασυγχρόνιστοι εντελώς.

Ένας από το μαγαζί φωνάζει τον καφετζή. Χρήστο μην παρεξηγηθείς. Φέτος την άνοιξη δεν πρόκειται να κελαηδήσουν, ούτε αηδόνια, ούτε καρδερίνες, παίζουν τόσο γλυκά αυτοί που θα φύγν ούλα τα πλιά (πουλιά) και θα μας λακίσν κι ούλα τα σκλιά. Πάλι φέτος δεν θα πατήσει κανένας στο μαγαζί απαντάει ο χωρικός και σηκώνεται και φεύγει. Άναψε ο καφετζής, το μουστάκι σηκώθηκε όρθιο. Πλησιάζει τον κλαριτζή και τον ρωτάει.

Δεν μου λες, ξέρεις να παίζεις; Πως δεν ξέρω!

Εσύ έσκιαξες ούλα τα τσιόνια απ’ το χωριό! Τι παίζεις ούλο τούρου- τούρου;

Τώρα θα δεις! Μπαίνει στην ψησταριά και βγαίνει με το δίκαννο. Ρίχνει και μια στο νταβάνι. Εμείς για πότε βρεθήκαμε έξω από το χωριό δεν καταλάβαμε. Όλη τη νύχτα τη βγάλαμε στα αλώνια μέσα στις θημωνιές, δεν προλάβαμε να πάρουμε ούτε τα όργανα. Πρωί – πρωί πλησιάσαμε στο καφενείο σιγά – σιγά και μας είδε η γυναίκα του. Η γυναίκα του ήταν καλή, αλλά αυτός ήταν πολύ νευρικός. Μας φωνάζει ελάτε πάρτε τα πράγματά σας και εξαφανισθείτε για το χωριό. Τώρα μόλις πήγε για ύπνο, μην σας ακούσει και αλίμονο σας.

Πάλι καλά που πήγε χαμένη μόνο η βραδιά και το δρομολόγιο με τα πόδια. Αφού γλιτώσαμε το ξύλο τυχεροί ήμασταν.

 

Ιστορία Τρίτη

Πανηγύρι στην Αι Γιάννη. Η κομπανία έπαιζε για δύο τρεις ώρες και τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Λίγος κόσμος και αυτός μόνο άκουγε δεν χόρευε κανείς, χόρεψε μια παρέα και αυτοί ξένοι. Πήγαν μεσάνυχτα. Φωνάξαμε όποιος θέλει μπορεί να σηκωθεί να χορέψει, αλλά δεν κουνιόταν φύλλο. Πάει η βραδιά χαμένη σκεφτόμουν δεν θα κάνουμε ούτε σεφτέ απόψε. Εκείνη την ώρα σταματάει ένα αυτοκίνητο από έξω το μαγαζί και κατεβαίνουν τέσσερα πέντε άτομα, μπαίνουν μέσα  με φωνές. Να του ’ρθει ο ένας, σια δω όρνιο ο άλλος, ήταν όλοι πατριώτες λεβέντες, παλικάρια νέοι τότε και γλεντζέδες.

Ήταν ο Τάσος, ο Ζαφείρης, ο Αντώνης (το Νόστιμο) και οι δυο ζόρικοι οι Γιάννηδες. Παίξτε φώναζαν και πετούσαν χαρτούρα. Ανέβηκαν πάνω στο πατάρι και μας κόλλησαν στο γκλέφαρο λεφτά. Που να τα ξεκολλήσεις θα γινόταν χαμός, εγώ έβλεπα μόνο από το ένα μάτι. Ήταν όλοι φτιαγμένοι από αλλού και παραπατούσαν. Ειδικά ο ένας, ο Γιάννης ο μικρός, ήταν πολύ γερός δεν αζαπόνονταν με τίποτα και όταν χόρευε κανένας δεν μπορούσε να τον κρατήσει, σε ξεπλάτιζε. Εμείς όρθιοι παίζαμε και αυτοί χόρευαν τα ανάσκελα πως «στομπούνε το πιπέρι, οι διαόλοι οι καλογέροι» που να σταματήσουν να χορεύουν.

Αφού πέρασε αρκετοί ώρα ήρθε κάποιος και ζήτησε το λόγο. Έχουμε κι εμείς σειρά για χορό και παράγγελλε ένα μπεράτι. Τον είπαμε να περιμένει, αυτός φουρλατούσε κι άρχισε να φωνάζει. Τότε πήρε τον λόγο ο Γιάννης και του λέει εσύ να ’ρθεις να χορέψεις του χρόνου! Πες ο ένας ,πες ο άλλος, δεν άργησε να αρχίσει ο σαματάς. Αυτό ήταν! Το μαγαζί διαλύθηκε και οι Αιγανιώτες άρχισαν να φεύγουν. Η λάμπα που είχε το μαγαζί έσπασε έγινε λιλίτσια. Σκοτάδι πίσσα.

Μπαίνει μέσα το αφεντικό με μια γκαζόλαμπα τι να δει! Το μαγαζί άνω κάτω. Πω, πω φωνάζει πάει το μαγαζί! Θα φωνάξω το εκατό. Τι να σε κάνει το εκατό του λέει κάποιος, δεν φωνάζεις και το διακόσια! Εμείς μαζεμένοι σε μια γωνιά με τα όργανα ανάσα δεν βγάζαμε. Περιμέναμε να σταματήσει η φασαρία Ύστερα από λίγη ώρα τα πράγματα ηρέμησαν. Ο κόσμος είχε φύγει, δυο τρεις κοιτούσαν από την πόρτα, ο καφετζής κρατούσε το κεφάλι του. Ποιος θα πληρώσει τη ζημιά μουρμούριζε. Μη στενοχωριέσαι πατριώτη θα σε πληρώσουμε εμείς θα σε κόψουμε επιταγή. Μακάρι, φαίνεστε καλά παιδιά!

Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή.

Ησυχία, ησυχία φωνάζει ο Αντώνης θέλω να σας μιλήσω. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα και αρχίζει. Πατριώτες, Αιγανιώτες γυρίστε πίσω, δεν θέλουμε το κακό σας, είμαστε αδέλφια γυρίστε πίσω να δώσουμε τα χέρια να τα ξεχάσουμε όλα και να χορέψουμε μαζί. Χρόνια πολλά και του χρόνου καλύτερα. Το τι γέλιο έπεσε δεν λέγατε, μας έφυγαν τα άντερα

Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Έξω είχε ξημερώσει. Ρε παιδιά ,ποιος έχει τι θήκη απ’ το βιολί ρωτάει ο βιολιτζής.

Ωχ, την ξεχάσαμε, πάνε τα λεφτά. Ποιος θα γυρίσει πίσω να την πάρει; Ο ένας κοιτούσε τον άλλο και κανένας δεν έπαιρνε την απόφαση να πάει. Άρε άχρηστοι, εγώ θα πάω λέει ο Γιάννης. Πήγε και γύρισε με τη θήκη αγκαλιά γιατί είχε στραβώσει την είχε πλακώσει ένα μαδέρι από  το πατάρι που είχε η ορχήστρα. Η θήκη μέσα είχε τη χαρτούρα τα λεφτά. Μετά τη μάχη είχαμε υπήρχαν παράπλευρες απώλειες. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο και γελούσε. Τότε πετάγεται ο κλαριντζής και λέει:

Καλά ρε Γιάννη, κεφάλι ήταν αυτό που είχε ο Αιγανιώτης ή αμόνι;

Τόσο ξύλο και δεν καταλάβαινε τίποτα και λύθηκαν όλοι στα γέλια.

Από τότε έχω να πάω στην Αιγάνη και δεν θα ξαναπάω.

Δυστυχώς συνέβαιναν και αυτά. Τότε ο κόσμος μάλωνε με το παραμικρό. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν και σπάνια μαλώνουν.

Οι διαφωνίες και οι διαφορές μεταξύ των μελών της κομπανίας ήταν συχνές, ειδικά όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, ο ένας κατηγορούσε τον άλλο. Αυτά γινόταν συνήθως, όταν δεν έπαιρναν πολλά λεφτά ή κακοπερνούσαν όπου παίζανε. Τότε τα ρίχνανε  σ’ αυτόν που είχε κλίσει τη δουλειά και μετά από λίγες μέρες και πάλι μαζί η κομπανία.

 

Ιστορία τέταρτη

Η περιπέτεια αυτή συνέβη στη διπλανή Σκαμνιά. Η κομπανία ξεκίνησε να πάει να παίξει στην Σκαμνιά σε μια γιορτή. Ο κλαριντζής, πήρε μαζί και το γαϊδούρι του, φόρτωσαν το ακορντεόν και τα άλλα συμπράγκαλα για να μην τα έχουν στα χέρια και ξεκίνησαν. Φτάνοντας στη Σκαμνιά, ο κλαριντζής έδεσε το γάιδαρο σ’ ένα φράχτη κοντά στο καφενείο. Πάνε στο μαγαζί και αρχίζουν να παίζουν. Μόλις άρχισαν να παίζουν το παλιογόμαρο άρχισε να γκαρίζει, γνώριζε τον ήχο από το κλαρίνο του αφεντικού. Μόλις σταματούσε το κλαρίνο σταματούσε και αυτό. Άρχιζε ο κλαριντζής. άρχιζε και αυτό πάλι να γκαρίζει και να κλάνει!

Όταν τελείωσε το γλέντι κάθισαν για λίγο να ξεμουδιάσουν. Τότε λέει ο ένας, δεν κάνουμε και τη μοιρασιά να τελειώνουμε, θέλω γυρνώντας από την Καριά να ψωνίσω. Συμφώνησαν όλοι, μέτρησαν τη χαρτούρα τους έπεφτε από  εκατόν ογδόντα δραχμές. Σε τέσσερα μερίδια μας πέφτει από σαράντα πέντε δραχμές και…σώσει λεβέντη μ’ το χορό.

Λάθος φωνάζει, ο κλαριντζής, σε πέντε μερίδια θα τα μοιράσουμε.

Τι  πέντε λες; τέσσερεις δεν είμαστε βλέπεις κανένα πέμπτο;

Τέσσερες εμείς και το γουμάρι πέντε!

Είσαι καλά που θα βγάλουμε και το γουμάρι μερίδιο! Τι έκανε αυτό τραγουδούσε ή έπαιζε κανένα όργανο;

Θα μα ακούσει κανένας και θα μας σφυρίζει. Άρα αυτό όλη τη μέρα γκάριζε και έκλανε και θέλεις και μερίδιο.

Πρώτη φορά άκουσα γουμάρι να γκαρίζει και να πληρώνεται!

Τσιούγκος Πάυλος, βιολί, Σιώκος Κωνσταντίνος, κλαρίνοΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ_ΚΟΜΠΑΝΙΑ_4
 1961 Από το γάμο του Θωμά Παπαστεργίου με την Σταματή Λαμπίρη. Γκάρας Δημήτριος, Λαούτο, Τσιούγκος Πάυλος, βιολί, Σιώκος Κωνσταντίνος, κλαρίνο, Κάγκουρας Αποστόλης, ακορτεόν. Αριστερά ο αείμνηστος παπα-στέργιος Τσικρικάς (πριν γίνει ιερέας).ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ_ΚΟΜΠΑΝΙΑ_1

2-5-2004 το χορό σέρνει ο μακαρίτης πλέον Νίκος Μασούρας. Στο λαούτο ο Αριστείδης Καστόρης.

 

ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ_ΚΟΜΠΑΝΙΑ_2
 Γιάννης Γκουντουβάς, Ανδρέας Μιχαντάς.ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ_ΚΟΜΠΑΝΙΑ_3

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ